- ετούτος
- και τούτος, -η, -ο (Μ ἐτοῡτος και τοῡτος, -η, -ο)(δεικτ. αντ.) αυτός, -ἡ, -ό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τούτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξακουστός — ή, ό φημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούτος — η, ο και ετούτος, η, ο δεικτ. αντων., αυτός: Τούτος ο άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)